βασιλευς

βασιλευς
    βασιλεύς
    βᾰσῐλεύς
    I
    -έως, эп.-ион. ῆος и έος ὅ
    1) царь, властелин, повелитель, предводитель Hom.
    

οἱ μεγάλοι βασιλῆς Soph. = οἱ Ἀτρεῖδαι;

    ὅ μέγας β. Her. и ὅ ἄνω β. Xen., тж. (ὅ) β. Thuc., Arph., Xen., Dem. = ὅ τῶν Περσῶν β.

    2) царский сын, царевич Xen.
    3) (в Афинах) архонт-басилевс Lys., Plat., Arst.
    4) (= συμποσίαρχος См. συμποσιαρχος) председатель пира Plut., Luc.
    5) (в Риме, после Августа) император NT.
    6) птица крапивник (Troglodytes parvulus), по друг. - королек (Regulus cristatus) Arst.
    7) зоол. пчелиная матка, царица
    

(τῶν μελιττῶν Arst.)

    II
    -έως adj. царственный, могущественный
    

(βασιλεύτερος καὴ προγένεστερος, σὺ γὰρ βασιλεύτατός ἐσσι Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "βασιλευς" в других словарях:

  • βασιλεῦς — βασιλεύς king masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλεύς — king masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλεύς — Basileus (altgriechisch βασιλεύς, gen. βασιλέως – basileús, basiléōs; neugriechisch βασιλιάς – vasiljás = „König“) war der Titel der byzantinischen Kaiser sowie weiterer Herrscher in der griechischen Geschichte. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft des… …   Deutsch Wikipedia

  • Βασιλεύς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αναφέρεται και ως Βασίλειος. Αποκεφαλίστηκε με διαταγή του αυτοκράτορα Λικίνιου και το σώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα. Διετέλεσε επίσκοπος Αμάσειας (314 322). Η μνήμη του τιμάται στις 26 Απριλίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλεύς ο Ροδολίνος — Τραγωδία του κρητικού θεάτρου. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1647 στη Βενετία. Είναι έργο του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου από το Ρέθυμνο και η υπόθεση είναι εμπνευσμένη από έμμετρη τραγωδία του Ιταλού Τορκουάτο Τάσο. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ποιητή της …   Dictionary of Greek

  • Νόμος πάντων βασιλεύς. — См. Обычай старше закона …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς. — См. Самодержавие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βασιλεῖς — βασιλεύς king masc nom pl (attic ionic parad form) βασιλεύς king masc acc pl βασιλεύς king masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆ — βασιλεύς king masc acc sg βασιλεύς king masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆες — βασιλεύς king masc nom pl (attic epic ionic) βασιλεύς king masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆς — βασιλεύς king masc nom pl (attic ionic) βασιλεύς king masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»